ἀποφοιτῆσαν

ἀποφοιτῆσαν
ἀποφοιτάω
cease to attend
aor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic)
ἀποφοιτάω
cease to attend
aor part act neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σινά — Χερσόνησος της Αιγύπτου, που βρίσκεται μεταξύ των κόλπων του Σουέζ και της Άκαμπα. Έχει έκταση 65 000 τ. χλμ. και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι άνυδρη και άγονη. Ολόκληρο το νότιο τμήμα της αποτελείται από ένα κρυσταλλοπαγή ορεινό όγκο, που… …   Dictionary of Greek

  • κολόνα — I Οικισμός (35 κάτ.) της Σάμου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυθαγορείου του νομού Σάμου. II (Colonna). Επώνυμο οικογένειας Ιταλών φεουδαρχών, ευγενών και λογίων, από τη Ρώμη. Οι Κ. απέκτησαν πλούτο και δύναμη και επηρέαζαν αποφασιστικά την… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Αθανάσιος — I (Ελληνική Σχολή Ρώμης). Ιδρύθηκε το 1576 από τον πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ προς τιμήν του Έλληνα λόγιου I. Λάσκαρη. Είναι γνωστή ως Collegio Greco. Η σχολή παρείχε θεολογική μόρφωση σε ελληνόπουλα σύμφωνα με το δυτικό δόγμα και προετοίμαζε… …   Dictionary of Greek

  • Άζχαρ τζαμί — Τζαμί στο Κάιρο, σημαντικότατο κέντρο της μουσουλμανικής παιδείας. Ιδρύθηκε τον 10ο αι. και στεγάζει βιβλιοθήκη και θεολογική σχολή. Από το Ά.τ. αποφοίτησαν πολλοί Αιγύπτιοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασίου Αγίου, σχολή — Ελληνικό σχολείο στη Ρώμη. Ιδρύθηκε από τον πάπα Λέοντα Ι’, το 1517. Πρώτος διευθυντής του ήταν ο Ιανός Λάσκαρης, γιος του Κωνσταντίνου Λάσκαρη. Στο σχολείο φοιτούσαν έφηβοι, κυρίως ελληνικής καταγωγής. Από τη σχολή αποφοίτησαν πολλοί και… …   Dictionary of Greek

  • Αμάσεια — Αρχαία πόλη του Πόντου και σύγχρονη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.520 τ. χλμ., 384.200 κάτ. το 2002), στη σιδηροδρομική γραμμή Σίβα Σαμψούντας, σε απόσταση 345 χλμ. από την Άγκυρα. Τη διαρρέει o ποταμός Ίρις (Γεσιλιρμάκ).… …   Dictionary of Greek

  • Βέλερ, Φρίντριχ — (Friedrich Wohler, Έρσερσχαϊμ 1800 – Γκέτινγκεν 1882). Γερμανός χημικός. Σπούδασε αρχικά ιατρική, αλλά αφοσιώθηκε στη χημεία και έφτασε σε τόσο σημαντικά αποτελέσματα ερευνών ώστε θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους χημικούς της εποχής του.… …   Dictionary of Greek

  • Βοκλέν, Λουί Νικολά — (Louis Nicolas Vauquelin, Σεντ Αντρέ ντ’ Ιμπερτό 1763 – Παρίσι 1829). Γάλλος χημικός. Διετέλεσε αρχικά βοηθός και συνεργάτης του Φουρκρουά, τον οποίο διαδέχτηκε στη θέση του καθηγητή της χημείας στην Ιατρική Σχολή του Παρισιού. Αναγνωρίστηκε στη… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”